κορφολόγος

κορφολόγος
ο
1) тот, кто подрезает или собирает побеги растении; 2) сепаратор (молочный)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κορφολόγος" в других словарях:

  • κορφολόγος — και κορυφολόγος, ο αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανο λόγος, καρπο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κορφολόγος — ο 1. αυτός που συλλέγει τις κορυφές των φυτών. 2. μηχάνημα με το οποίο παίρνεται το ανθόγαλα από το γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ακρολόγος — ο (Α ἀκρολόγος, ον) αυτός που συλλέγει, δρέπει τις κορυφές, ο κορφολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. ακρολογώ] …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κορυφολόγος — ο 1. κορφολόγος 2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό τού ανθογάλακτος από το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + λόγος < λέγω, πρβλ. εντομο λόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse] …   Dictionary of Greek

  • κορφολογώ — άω και κορυφολογώ, έω (Μ κορυφολογῶ, έω) [κορφολόγος] νεοελλ. 1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι) 2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα μσν. επιλέγω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»